δυσαπόκτητος

δυσαπόκτητος
και δυσαπόχτητος, -η, -ο
αυτός που αποκτάται με δυσκολία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσαπόκτητος — η, ο αυτός που δύσκολα αποκτιέται: Η αγάπη είναι δυσαπόκτητο αγαθό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”